- ὑλοτομικῆς
- ὑλοτομικόςoffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλανιστήριο — το, Ν τεχνολ. διάταξη κατάλληλη για την τελική κατεργασία υλοτομικής ξυλείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλανίζω + επίθημα τήριο (πρβλ. πριονισ τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. πλανιστήριον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek